περιπαθώς

περιπαθώς
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. περιπαθής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιπαθῶς — περιπαθής deeply moved adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπαθής — ές, ΝΜΑ 1. γεμάτος πάθος, αυτός τού οποίου τα λόγια ή οι ενέργειες φανερώνουν έντονα συναισθήματα (α. «περιπαθή λόγια» β. «σὺν οἰμωγῇ περιπαθεῑ», Λουκιαν. γ. «ὅρκος περιπαθέστατος», Απολλ.Ρόδ.) αρχ. 1. άπληστος, λαίμαργος («περιπαθὴς ὢν τοῑς… …   Dictionary of Greek

  • οξυπαθής — ὀξυπαθής, ές (Α) ο περιπαθής. επίρρ... ὀξυπαθῶς (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «λίαν περιπαθῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. β τού πάσχω), πρβλ. ομοιο παθής] …   Dictionary of Greek

  • προσπαθής — ές, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσπαθές η μεροληψία αρχ. 1. αυτός που είναι αφοσιωμένος με πάθος σε κάποιον ή αυτός που νιώθει σφοδρή επιθυμία για κάποιον ή για κάτι 2. ο δεκτικός εντυπώσεων 3. το ουδ. ως ουσ. η αφοσίωση. επίρρ... προσπαθῶς ΜΑ… …   Dictionary of Greek

  • φλογερός — ή, ό / φλογερός, ά, όν, ΝΑ 1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”